Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

αδύνατες νύχτες





έκαιγαν τα μάτια | είχε την εξορία στα χείλη |και κρυβόταν στους χάρτες της σάρκας του | ήταν ανώμαλη προσγείωση στο  μετεωρίτη της αλήθειας | εις θάνατο ψιθύριζε το πουλί| και οι κρεμασμένες λέξεις | κούρνιαζαν στα κόκαλα του χρόνου | λαστιχένια η πάπια της φυγής |σκεπτόταν στο πέτρινο μπάνιο των φτερών του | και  ζωγράφιζε  αρώματα  με τη σκιά | κοιτούσε και τους δακτυλίους του Κρόνου | υπεροψία |είχε τη φαντασία  για να πυροβολεί τα έτη φωτός των ρυτίδων του | και χάιδευε τη βροχή των χεριών της  | και εκφωνούσε ντροπή |γιατί έβαλε στη μυθολογία το τέλος της νύχτας τους | ήταν οπλισμένος  ο αποχαιρετισμός | χωρίς πυροβολισμούς | με ωτοστόπ μόνο | σε περαστικό άγνωστο 

alexmil (262)



το φετίχ




ξιφομαχεί |στη σοφίτα περιθωριακού σταθμού | με τις εμπόλεμες νύχτες εσωτερικών ειδήσεων | η κομεντί του φερμουάρ | στο καστ της σάρκας της | με φρύδια σιωπηλά,  να ιππεύουν πονηρές σιωπές | τρώγοντας μεσοπολέμους | σε εργατικά κινήματα χαμηλόμισθων ηδονών | ώ ναι, | της αρέσουν οι επικήδειοι ισολογισμών | και τα παιγνίδια με την αστική τάξη | και μετά, ξεπλένεται στο κινέζικο πλυντήριο | με τα κέρματα  της μοναξιάς | φέρνει και τα μάτια της στην πρωινή ώρα | ευθυγραμμισμένα με τη μισθωτή δουλειά | και με τις αναπνοές στο καρμπυρατέρ του αστικού | μουρμουρίζει ουρλιαχτά |και ξανασκέπτεται νυχτερινές συνεδριάσεις | όπου τα πουλιά τρώνε τούρτες  με δάκτυλα | και παιγνίδια σε πεινασμένους να δωρίζονται | μέχρι να φτάσει  

alexmil (261)



Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

ατύχημα


Siegfried Zademack's




















πέταξε
και
η σαύρα, 

είχε το χρόνο στο στόμα,

ερχόταν
ο προβολέας του τραίνου

διέφυγε
και το δέρμα
στο τσακισμένο
κυπαρίσσι:

σημειώσεις είναι,
στα
όνειρα
   
alexmil (260)