έκαιγαν τα μάτια | είχε την εξορία στα χείλη |και κρυβόταν
στους χάρτες της σάρκας του | ήταν ανώμαλη προσγείωση στο μετεωρίτη της αλήθειας | εις θάνατο ψιθύριζε
το πουλί| και οι κρεμασμένες λέξεις | κούρνιαζαν στα κόκαλα του χρόνου |
λαστιχένια η πάπια της φυγής |σκεπτόταν στο πέτρινο μπάνιο των φτερών του |
και ζωγράφιζε αρώματα
με τη σκιά | κοιτούσε και τους δακτυλίους του Κρόνου | υπεροψία |είχε τη
φαντασία για να πυροβολεί τα έτη φωτός των
ρυτίδων του | και χάιδευε τη βροχή των χεριών της | και εκφωνούσε ντροπή |γιατί έβαλε στη
μυθολογία το τέλος της νύχτας τους | ήταν οπλισμένος ο αποχαιρετισμός | χωρίς πυροβολισμούς | με
ωτοστόπ μόνο | σε περαστικό άγνωστο
alexmil (262)